Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Ένα παιδί μαθαίνει τη ζωή μεγαλώνοντας στο Θεολόγο Θάσου (Βουλγάρικη κατοχή 1941-1944) το δίτομο βιβλίο του Ι.Βαρδαβούλια

 

"Θυμάμαι πόσο έντονα και δυνατά χτυπούσαν οι καμπάνες, διπλοκάμπανο στις εκκλησιές των δύο μαχαλάδων του χωριού μας. Έτρεχαν βιαστικοί, ταραγμένοι κι αναστατωμένοι πάνω κάτω, όλοι ανεξαίρετα οι χωριανοί και μια λέξη έβγαινε με όλους τους τόνους από ολονών τα χείλια. «επιστράτιψ».

 Οι καφενέδες όλοι άδειασαν και έμειναν μόνο μερικά γεροντάκια . …οι συζητήσεις τους δεν είχαν το περιεχόμενο που είχαν όλες τις άλλες φορές. Αυτή τη μέρα το κουβεντολόι τους σχετιζόταν με όσα κακοπαθήματα και δυστυχήματα και δεινοπαθήματα κουβαλά, πάντοτε μαζί του ο πόλεμος, όταν διαβαίνει την πύλη οποιασδήποτε πατρίδας.

Ξαναθυμήθηκαν τους πολέμους  που είχαν πάρει μέρος ενεργά, όταν ήταν παλικάρια.

Ο μπάρμπα- Κωνσταντής καθώς αργόπινε τον καφέ του με τη γιαγιά μου θυμήθηκε όσα έζησε επάνω στο «Αβέρωφ» όταν το θρυλικό εκείνο θωρηκτό όργωνε το Αιγαίο και εκείνος για πολλούς μήνες υπηρετούσε  σ’ αυτό.

Έξω στους δρόμους του χωριού είχε μεγάλη και πρωτόγνωρη κίνηση. Πολλοί άνδρες που ήταν στα χωράφια έξω έσπευδαν  να γυρίσουν σ’ αυτό. Καθώς άκουγαν τις καμπάνες να χτυπούν ασταμάτητα. Κανένας δεν περπατούσε κανονικά και φυσιολογικά. Αυτή τη μέρα ήταν όλοι βιαστικοί δεν περπατούσαν απλώς  γρήγορα,  αλλά μάλλον σχεδόν έτρεχαν, και όλοι χειρονομούσαν. Μιλούσαν δυνατά. Ήταν ολοφάνερη μια νευρικότητα μια οργή ένας θυμός και ακουγόταν: « ρε τα καθάρματα που έρντιν στα καλά καθούμινα να μας σκλαβώσιν. Λες κι τ’ ς πειράξαμ»

Σιγά – σιγά συνειδητοποιούσαν την κατάσταση και έδιναν συμβουλές στους δικούς τους για τα χωράφια και τους μπαξέδες και  καθώς έβρισκαν το κέφι τους,  έλεγαν: «ρε συ , που θα πιράεισ’ς καλά σαν ημιουνηγός. Ξέρ’ ς να συνουέσι μι τα μ’ λάρια. Δ’ γε άμα κ’βανείς κουραμάνις ν’ αφήν’ς καμιά παραπάν’ να μοιραζουμέστι η παρέα»

«μη σιγκλιτίζισι θειά Μαρούδα δε θα αργήσουμ’ να γυρίσουμ’ , θα πάμ’ θα τ’ς πιτάξουμ’ όξου απ’ τα χώματα μας»…….

Κανένας δεν ήταν που να μην χωρατεύει, όλο κέφια, και καμιά γυναίκα δεν έκλαιγε που ο άνδρας  της, ο γιος της , ο αδελφός της  έφευγε για τον πόλεμο.

Πασπάτευαν τα ρούχα των επιστρατευμένων, κι όταν τέλειωναν τα αγκαλιάσματα παρέες- παρέες  γελώντας και τραγουδώντας και κρατώντας μια  πετσετούδα..  έφευγαν.

«Αυτό που νιώσαμε όλοι ήταν ένας θυμός! Άνδρες και γυναίκες. Με τον Μουσολίνι και τους Ιταλούς, που χωρίς κανένα λόγο στα καλά καθούμενα έρχονταν με τα όπλα να μας σκλαβώσουν! ποτέ και κανένα λόγο δεν είχαμε διαφορές ή μίση με τους Ιταλούς. Όλοι έβλεπαν εκείνη την ύπουλη και ξαφνική επίθεση άδικη και ανόητη! Και να σκεφτείς και ο Μεταξάς που μας κυβερνούσε ήταν και δικτάτορας και φασίστας δεν την άντεξε αυτή την κατάσταση…..

Και αυτά που λένε σήμερα στις ομιλίες, ότι φεύγαμε με μεγάλη προθυμία για τα σύνορα, είναι μεγάλη αλήθεια. Ούτε ένας δεν βαρυγκώμησε, ούτε να τη σκαπουλάρει. Με τι οργή και πεποίθηση φεύγαμε για να πάμε να τους πετάξουμε  από τα χώματά μας.  Και όλοι το ίδιο νιώθαμε, από όλα τα μέρη της Ελλάδας, λες και ήμασταν τα πιο αγαπημένα αδέλφια που ξένοι μπήκαν στο σπίτι μας και τρέχαμε με βιασύνη να τους πετάξουμε έξω. Και στα Αλβανικά βουνά το ίδιο ήμασταν. Ενωμένοι και αγαπημένοι. Δεν λογαριάζαμε μήτε χιόνια μήτε κρυοπαγήματα, μήτε πείνα, μήτε ψείρα, μήτε καμιά ταλαιπωρία. Πολεμήσαμε και τα βγάλαμε πέρα. Αλλά μας τσάκισε ο Χίτλερ. Έσπασε και το Σερβικό μέτωπο…

Ο ερχομός του ταχυδρόμου και η παραλαβή των επιστολών

Κάθε γυναίκα τότε περίμενε και λάβαινε χούφτες γράμματα από φαντάρους που βρίσκονταν στο μέτωπο. Από την Αλβανία βλέπετε  έγραφαν και έστελναν γράμματα καθημερινά οι αγωνιστές. Δεν είχαν με τι να ασχοληθούν, όπως αργότερα διηγούνταν, όταν δεν βρίσκονταν στη μάχη και περίμεναν πότε θα έρθει η ώρα που θα ξανάρχιζε το αιματηρό εκείνο πατιρντί, στο οποίο οι οβίδες, τα βόλια και ο θάνατος, είχαν τον πρώτο και αποφασιστικό ρόλο, τις ώρες λοιπόν εκείνες, σιωπούσαν ξαπόσταιναν και έγραφαν"!